τσιμπολόγημα
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμπολόγημα τσιμπολογώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσιμπολόγημα
✦ τσίμπημα που επαναλαμβάνεται
✦ (μτφ. ) λήψη ελάχιστης τροφής
✦ (μτφ. ) λήψη χρημάτων ή αντικειμένων σε μικρές ποσότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–