τσιμπιδάκι


τσιμπιδάκι
Προφορά

Ετυμολογία
τσιμπιδάκι υποκορ. του τσιμπίδι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσιμπιδάκι

✦ μικρό τσιμπίδι, ιδ. το χρησιμοποιούμενο για τη γυναικεία κόμμωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.