τσιμπίδα
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμπίδα ἐμπίδα, αιτ. του αρχαίου ελληνικού ἐμπίς, με επίδραση του τσιμπίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσιμπίδα
✦ σιδερένια λαβίδα για τη φωτιά, μασιά
✦ κάθε είδους λαβίδα
✦ φρ. τον έπιασε η τσιμπίδα, τον τσάκωσε η αστυνομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–