τσαρσί
Προφορά
Ετυμολογία
τσαρσί └τουρκ┘carsi
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τσαρσί
✦ η αγορά, το παζάρι: είναι και τα παζάρια, τα τσαρσιά, εφτά – οχτώ τσαρσιά μέσα στη χώρα, και το κάθε τσαρσί πουλάει ένα είδος πράμα (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–