τσαρούχι


τσαρούχι
Προφορά

Ετυμολογία
τσαρούχι μεσαιωνική ελληνική τσαρούχιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσαρούχι

✦ ελαφρό και χαμηλό παπούτσι των χωρικών, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα
(μτφ. ) τραχύς· στη φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι
✦ φρ. με τα τσαρούχια, με άνεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.