τσαρδί
Προφορά
Ετυμολογία
τσαρδί τσαρδάκι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσαρδί
✦ πρόχειρη καλύβα από κλαδιά, γεν. πρόχειρος χώρος κατοικίας: ένα μικρό κομμάτι γης, ίσια για να στήσουνε το τσαρδί τους (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–