τσαρδάκι


τσαρδάκι
Προφορά

Ετυμολογία
τσαρδάκι └τουρκ┘cardak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσαρδάκι

✦ πρόχειρη καλύβα από κλαδιά
✦ πρόχειρο υπόστεγο: κάτω από ένα τσαρδάκι, μια σύναξη από στρατιώτες (Γ. Θεοτοκάς)
✦ στεγασμένος εξώστης αγροτικού σπιτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.