τσαπερδόνα


τσαπερδόνα
Προφορά

Ετυμολογία
τσαπερδόνα κατά Ν. Ανδριώτη, πιθανόν από το μεταγενέστερη ελληνική σαπέρδης (= είδος ψαριού) που ως σαπέρδιον χρησιμοποιήθηκε ως υβριστικό επίθετο της εταίρας Φρύνης. Κατά Α. Φλώρο από τα αρχαία ελληνικά ἁρπεδόνη (= η κλωστή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσαπερδόνα

✦ μικρή και ζωηρή κόρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.