τσαπατσούλης


τσαπατσούλης
Προφορά

Ετυμολογία
τσαπατσούλης └τουρκ┘capacul (= ατημέλητος)

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσαπατσούλης -α, -ικο

✦ άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.