τσαπέλα


τσαπέλα
Προφορά

Ετυμολογία
τσαπέλα πιθ. από το └γαλλ┘ chapelet

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσαπέλα

✦ αρμαθιά με ξερά σύκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.