τσαντίλα


τσαντίλα
Προφορά

Ετυμολογία
τσαντίλα └σλαβ┘ tsedilo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσαντίλα

✦ αραιό ύφασμα για το στράγγισμα του τυριού
✦ (γεν.) κάθε αραιό ύφασμα
✦ τσατίλα (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.