τσανάκι
Προφορά
Ετυμολογία
τσανάκι └τουρκ┘canak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσανάκι
✦ πήλινο πιάτο
✦ (μτφ. ) άνθρωπος φαύλος, αχρείος
✦ τσανακογλείφτης
✦ φρ. χωρίζουμε τα τσανάκια μας, παύουμε να έχουμε κοινά συμφέροντα, κοινή πορεία, παύουμε να είμαστε φίλοι.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–