τσαμπουκαλού
Προφορά
Ετυμολογία
τσαμπουκαλού └τουρκ┘sabιkal (= καταδικασθείς, εγκληματίας, βαρυποινίτης)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τσαμπουκαλού
✦ θηλ. τσαμπουκαλού αυτός που είναι προκλητικός, που προκαλεί για καβγά, για φασαρία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–