τσαμπουκαλεύομαι


τσαμπουκαλεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
τσαμπουκαλεύομαι τσαμπουκάς

Ερμηνεία
ρήμα τσαμπουκαλεύομαι

✦ επιδεικνύω τσαμπουκά, φέρομαι προκλητικά σε κάποιον
✦ μτχ. παθ. πρκμ. τσαμπουκαλεμένος, -η, -ο ως επίθ., τσαμπουκαλής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.