τσαμπουκαλίδικος


τσαμπουκαλίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
τσαμπουκαλίδικος τσαμπουκαλής

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσαμπουκαλίδικος -η, -ο

✦ ο χαρακτηριστικός του τσαμπουκαλή, μάγκικος, ζόρικος
✦ πληθ. ουδ. τα τσαμπουκαλίδικα ως ουσ., συνθηματική γλώσσα των ανθρώπων του υποκόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.