τσίφτισσα


τσίφτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
τσίφτισσα └τουρκ┘cift (= ζευγάρι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσίφτισσα

✦ θηλ. τσίφτισσα τέλειος, άψογος
✦ ικανός, καπάτσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.