τσάρτερ


τσάρτερ
Προφορά

Ετυμολογία
τσάρτερ └αγγλ┘charter

Ερμηνεία
τσάρτερ

✦ άκλ. ουσ. μίσθωση αεροσκάφους για τη μεταφορά ομάδας ανθρώπων που έχουν κοινό προορισμό
✦ το μισθωμένο αεροσκάφος καθώς και η πτήση μ’ αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.