τσάμικος


τσάμικος
Προφορά

Ετυμολογία
τσάμικος εθν. Τσάμης (= Αρβανίτης)

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσάμικος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στους Τσάμηδες, ο των Τσάμηδων
✦ αρσ. τσάμικος ως ουσ., είδος χορού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.