τρόλεϊ


τρόλεϊ
Προφορά

Ετυμολογία
τρόλεϊ └αγγλ┘trolley

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τρόλεϊ

✦ τύπος ηλεκτροκίνητου οχήματος, που χρησιμοποιείται στις αστικές συγκοινωνίες για τη μεταφορά επιβατών, και τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω μιας κεραίας που προσαρμόζεται σε εναέρια ηλεκτρικά καλώδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.