τρομολάγνος


τρομολάγνος
Προφορά

Ετυμολογία
τρομολάγνος τρόμος + λάγνος

Ερμηνεία
τρομολάγνος

✦ -α κ. -η, -ο επίθ. αυτός που του αρέσει, που αισθάνεται ηδονική απόλαυση, όταν προκαλεί τρόμο στους άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.