τρομοκρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
τρομοκρατώ τρόμος + κρατέω-ώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρομοκρατώ -είς, -εί
✦ φοβίζω πολύ, πτοώ
✦ επικρατώ με τον τρόμο, κυβερνώ χρησιμοποιώντας μεθόδους βίας
✦ (μέσ.) τρομοκρατούμαι, κατέχομαι ή κυριεύομαι από τρόμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–