τρομοκράτισσα


τρομοκράτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
τρομοκράτισσα τρομοκρατώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρομοκράτισσα

✦ θηλ. τρομοκράτισσα πρόσωπο που προσπαθεί να επιβληθεί με τον τρόμο
✦ μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, που χρησιμοποιεί βία ιδ. για πολιτικούς σκοπούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.