τρομάζω
Προφορά
Ετυμολογία
τρομάζω μεσαιωνική ελληνική τρομάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρομάζω
✦ προκαλώ δυνατό ή ξαφνικό φόβο: με φωνές μεγάλες μας τρομάζει (Κ. Καβάφης)
✦ (αμτβ.) κυριεύομαι ξαφνικά από φόβο, από τρομάρα
✦ συναντώ μεγάλες δυσκολίες: τρομάξαμε να σε βρούμε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–