τροβαδούρος


τροβαδούρος
Προφορά

Ετυμολογία
τροβαδούρος └γαλλ┘ troubadour

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τροβαδούρος

✦ περιπλανώμενος ραψωδός του μεσαίωνα
✦ (γεν.) τραγουδιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.