τριώδιο
Προφορά
Ετυμολογία
τριώδιο μεσαιωνική ελληνική τριώδιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τριώδιο
✦ κανόνας αποτελούμενος από τρεις ωδές
✦ εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των εορτών από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο
✦ (συνεκδ.) οι τρεις εβδομάδες της Αποκριάς: φρ. άνοιξε το τριώδιο (άρχισαν οι Αποκριές)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–