τριχόφυτο


τριχόφυτο
Προφορά

Ετυμολογία
τριχόφυτο └νεολατ┘ trichophyton, από τις └ελλ┘ λ. τρίχα + φύομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τριχόφυτο

✦ μύκητας που ζει παρασιτικά, και προκαλεί στον άνθρωπο και τα ζώα διάφορες δερματοπάθειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.