τριδάχτυλος
Προφορά
Ετυμολογία
τριδάχτυλος αρχαία ελληνική τριδάκτυλος
Ερμηνεία
τριδάχτυλος
✦ κ. τριδάχτυλος, -η, -ο επίθ. (Κ -δάκτυλος, -ος, -ον) αυτός που έχει τρία δάχτυλα
✦ αρσ. τριδάκτυλος ως ουσ., γένος εντόμων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–