τριγυρίστρα


τριγυρίστρα
Προφορά

Ετυμολογία
τριγυρίστρα τριγυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τριγυρίστρα

✦ γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, αλανιάρα
✦ φλεγμονή με διαπύηση στο άκρο των δαχτύλων, καλαγκάθι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.