τριγυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
τριγυρίζω μεσαιωνική ελληνική τριγυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τριγυρίζω
✦ περπατώ τριγύρω, κάνω βόλτες
✦ περιπλανιέμαι
✦ περιβάλλω, περικυκλώνω κάτι
✦ (μτφ. ) πλησιάζω κάποιον επίμονα αποβλέποντας σε κάποιο όφελος (υλικό κέρδος, σύναψη σχέσεων κτλ.)
Συνώνυμα
περιφέρομαι ,γυροφέρνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–