τριγλώχιν


τριγλώχιν
Προφορά

Ετυμολογία
τριγλώχιν αρχαία ελληνική τριγλώχιν, -ινος

Ερμηνεία
τριγλώχιν

✦ -ινος (ο, η) επίθ. (ανατομ.) τριγλώχιν βαλβίδα, ινώδης βαλβίδα στο δεξιό κολποκοιλιακό στόμιο της καρδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.