τριακονθήμερος
Προφορά
Ετυμολογία
τριακονθήμερος αρχαία ελληνική τριακονθήμερος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τριακονθήμερος -η, -ο
✦ που διαρκεί τριάντα ημέρες
✦ ουδ. τριακονθήμερο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα τριάντα ημερών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–