τριαδικός
Προφορά
Ετυμολογία
τριαδικός μεταγενέστερη ελληνική τριαδικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τριαδικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε τριάδα
✦ ο αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα
✦ πληθ. αρσεν. τριαδικοί, μοναχικό τάγμα της δυτικής εκκλησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–