τρεπόνημα
Προφορά
Ετυμολογία
τρεπόνημα └διεθν┘treponema• από τις └ελλ┘ λ. τρέπω + νήμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρεπόνημα
✦ γένος σπειροειδών μικροβίων της τάξεως των σπειροχαιτών, που προκαλεί τις τρεπονηματώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–