τρενάρισμα


τρενάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τρενάρισμα τρενάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρενάρισμα

✦ παράταση, καθυστέρηση, ιδ. η σκόπιμη ή αδικαιολόγητη

Συνώνυμα

Αντίθετα
επίσπευση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.