τρεμουλιάρης


τρεμουλιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
τρεμουλιάρης τρεμουλιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρεμουλιάρης -α, -ικο

✦ που πάσχει από τρεμούλα των άκρων
✦ που εύκολα ανατριχιάζει
✦ ο πολύ δειλός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.