τρεμουλιάζω


τρεμουλιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
τρεμουλιάζω τρεμούλα

Ερμηνεία
ρήμα τρεμουλιάζω

✦ τρέμω από φόβο, κρύο, συγκίνηση κτλ.
✦ (για φως ή φλόγα) λάμπω ή καίω ασταθώς, ακανόνιστα, μ’ ένα φως ή φλόγες που τρέμουν: τ’ αστέρια – οι φλόγες – το φως – η λάμπα τρεμουλιάζει
✦ (για φωνή) που αυξομειώνεται ο τόνος και η ένταση: με τα χρόνια, άρχισε να τρεμουλιάζει κι η φωνή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.