τρεμολάμπω


τρεμολάμπω
Προφορά

Ετυμολογία
τρεμολάμπω τρέμω + λάμπω

Ερμηνεία
ρήμα τρεμολάμπω

✦ εκπέμπω τρεμουλιαστό φως, φαίνομαι σαν να κοντεύω να σβήσω: τ’ αστέρια τρεμολάμπουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.