τρελοκομείο
Προφορά
Ετυμολογία
τρελοκομείο τρελός, κατά το φρενοκομείο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρελοκομείο
✦ νοσηλευτικό ίδρυμα για την περίθαλψη των τρελών
✦ (για πρόσ.) τρελός· ανόητος, απερίσκεπτος
✦ χώρος όπου υπάρχει φασαρία και ασυνεννοησία
Συνώνυμα
φρενοκομείο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–