τρελαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
τρελαίνω τρελός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρελαίνω
✦ κάνω κάποιον τρελό, παλαβώνω
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον να υποφέρει, ταλαιπωρώ: τις χειμωνιάτικες νύχτες μάς τρέλαινε ο δυνατός αέρας της ανατολής (Γ. Σεφέρης)
✦ (μέσ.) τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου, παραφρονώ
✦ αισθάνομαι παράφορη αγάπη ή επιθυμία: τρελλαίνεται για ταξίδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φρονιμεύω
Επιρρήματα
–