τρελάρα


τρελάρα
Προφορά

Ετυμολογία
τρελάρα μεγεθ. του └ουσ┘ τρέλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρελάρα

✦ η τρέλα
✦ (ως επίθ. για πρόσ.) αυτός που ενεργεί ανόητα, που κάνει τρέλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.