τρεκλίζω


τρεκλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τρεκλίζω μεσαιωνική ελληνική τρακλίζω

Ερμηνεία
τρεκλίζω

✦ κ. τρικλίζω ρ. (τρέκλισα κ. τρίκλισα) κλυδωνίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ: τρεκλίζοντας μια νύχτ’ απ’ την κραιπάλη (Κ. Βάρναλης) – θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας (Κ. Καρυωτάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.