τραχηλισμός


τραχηλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
τραχηλισμός μεταγενέστερη ελληνική τραχηλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τραχηλισμός

✦ σπασμωδική συστολή των μυών του τραχήλου κατά την επιληψία
✦ (αθλητ.) μια από τις λαβές της πάλης, το πιάσιμο του αντιπάλου από τον τράχηλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.