τραχηλιά
Προφορά
Ετυμολογία
τραχηλιά μεσαιωνική ελληνική τραχηλιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τραχηλιά
✦ ο τράχηλος: τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά (Γ. Σεφέρης)
✦ (για ένδυμα) το μέρος ενδύματος γύρω από το λαιμό
✦ (για υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο: τρία καματερά… την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–