τραχειίτιδα


τραχειίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
τραχειίτιδα └γαλλ┘ trachéite

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τραχειίτιδα

(ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.