τρίχρονος
Προφορά
Ετυμολογία
τρίχρονος μεταγενέστερη ελληνική τρίχρονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρίχρονος -η, -ο
✦ που έχει τρεις χρόνους
✦ που έχει ηλικία ή διάρκεια τριών χρόνων
✦ πληθ. ουδ. τα τρίχρονα ως ουσ., η τρίτη επέτειος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–