τρίδυμος


τρίδυμος
Προφορά

Ετυμολογία
τρίδυμος μεταγενέστερη ελληνική τρίδυμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρίδυμος -η, -ο

✦ τριπλός, τρισχιδής
✦ που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους, στην ίδια γέννα: αδέρφια τρίδυμα
✦ πληθ. ουδ. τρίδυμα ως ουσ., τρία παιδιά που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα
✦ (ανατομ.) τρίδυμο (νεύρο), νεύρο κινητικό και αισθητικό που νευρώνει με τρεις κλάδους τα πλάγια του προσώπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.