τρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
τρέχω αρχαία ελληνική τρέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρέχω
✦ βαδίζω, προχωρώ γρήγορα
✦ κινούμαι με ταχύτητα
✦ λέγω ή ενεργώ εσπευσμένα, βιαστικά
✦ μετέχω σε αγώνα δρόμου
✦ περιπλανιέμαι άσκοπα
✦ (για υγρά) ρέω
✦ (για δοχεία ή κρουνούς) αφήνω να διαρρεύσει υγρό
✦ (μτφ. φρ.) τρέχει ο τόκος – ο μισθός, εξακολουθεί να αυξάνεται ή να καταβάλλεται ανάλογα με το χρόνο που περνά – ο μήνας που τρέχει, ο τωρινός – το τρέχον έτος, ο χρόνος που διανύομε – η τρέχουσα τιμή, η ισχύουσα σήμερα
✦ (ως απρόσ.) τι τρέχει; τι συμβαίνει; – κάτι τρέχει, συμβαίνει κάτι σπουδαίο
✦ φρ. κάτι τρέχει στα γύφτικα, (ειρων.) για ασήμαντο γεγονός – τρέχα γύρευε, δεν αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς ή είναι δύσκολη η εύρεσή του – τρέχει και δε φτάνει (ή δεν σώνει), παρά τις προσπάθειές του δεν μπορεί να επανορθώσει τη ζημία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–