τρέφω
Προφορά
Ετυμολογία
τρέφω αρχαία ελληνική τρέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρέφω
✦ δίνω τροφή, ταΐζω
✦ διατρέφω
✦ (κ. μτφ.) συντηρώ, διατηρώ: τρέφω την ελπίδα (ελπίζω) – τρέφω τα καλύτερα αισθήματα
✦ (για τρίχωμα) αφήνω να αναπτυχθεί
✦ (αμτβ. για τραύμα) επουλώνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–