τρέπω
Προφορά
Ετυμολογία
τρέπω αρχαία ελληνική τρέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρέπω
✦ στρέφω κάτι ώστε να αλλάξει στάση ή κατεύθυνση
✦ μετατρέπω
✦ φρ. τρέπω σε φυγή, αναγκάζω κάποιον σε άτακτη υποχώρηση
✦ (μέσ.) τρέπομαι, κατευθύνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–