τρέξιμο


τρέξιμο
Προφορά

Ετυμολογία
τρέξιμο θ. αορ. του τρέχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρέξιμο

✦ ταχύτατο βάδισμα, τρεχάλα
✦ ροή, εκροή
✦ πληθ. τρεξίματα, ενέργειες για υποθέσεις που απαιτούν κόπους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.